- υπεραιμία
- η1. πληθωρική συγκέντρωση αίματος σε όργανο ή μέρος οργάνου του σώματος: Υπεραιμία του εγκεφάλου.2. πληθώρα αίματος, πολύ αίμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπεραιμία — (Ιατρ.). Η υπερβολική συρροή αίματος σε κάποιο όργανο ή σε μέρος ενός οργάνου. Η υ. προϋποθέτει μόνιμη ή παροδική διαταραχή της κυκλοφορίας που προέρχεται εξαιτίας καρδιακής ή πνευμονικής πάθησης ή εξαιτίας πάθησης του πεπτικού συστήματος,… … Dictionary of Greek
υπεραιμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπεραιμία («υπεραιμικά συμπτώματα») 2. αυτός που παρουσιάζει υπεραιμία. επίρρ... υπεραιμικώς και υπεραιμικά Ν κατά υπεραιμικό τρόπο, με υπεραιμία ή σε υπεραιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεραιμία. Ο λόγιος τ.… … Dictionary of Greek
ερύθημα — Κοκκίνισμα του δέρματος από τη διαστολή των αγγείων. Πολλές φορές εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως μόλις εμφανιστεί (π.χ. από συναίσθημα ντροπής ή οργής). Περισσότερο διαρκεί το φλεγμονώδες ε., που προκαλείται από χημικές ουσίες ή από φυσικούς… … Dictionary of Greek
επισπαστικά — Φάρμακα τα οποία όταν τοποθετηθούν πάνω στο δέρμα προκαλούν τοπική υπεραιμία· η ένταση της δράσης τους ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της ουσίας που χρησιμοποιείται και τον τρόπο που τοποθετείται· έτσι, μπορεί να προκληθεί απλώς μία ερυθρότητα του… … Dictionary of Greek
υπεραιμικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την υπεραιμία (βλ. λ.), αυτός που είναι της υπεραιμίας: Υπεραιμική κατάσταση. 2. αυτός που πάσχει από υπεραιμία: Υπεραιμικός πνεύμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… … Dictionary of Greek
δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… … Dictionary of Greek
εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… … Dictionary of Greek
εντριβή — η 1. η ενέργεια τού εντρίβω, τρίψιμο 2. ιατρ. το τρίψιμο τού δέρματος, με την παλάμη ή με ειδικό όργανο, για να προκληθεί υπεραιμία ή να απορροφηθεί φαρμακευτική ή άλλη ουσία 3. συνεκδ. η αλοιφή ή το υγρό που χρησιμοποιείται για τρίψιμο … Dictionary of Greek
ηλίαση — Μορφή θερμοπληξίας που προκαλείται από παρατεταμένη έκθεση του κεφαλιού σε έντονο ήλιο χωρίς κάλυμμα. Είναι συχνή στις τροπικές περιοχές, αλλά δεν είναι σπάνια και στα δικά μας γεωγραφικά πλάτη. Συμβαίνει κυρίως σε εξασθενημένα άτομα και… … Dictionary of Greek